φαρδύνω

φαρδύνω
βλ. φαρδαίνω.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φαρδύνω — Ν βλ. φαρδαίνω …   Dictionary of Greek

  • φαρδαίνω — και φαρδένω και φαρδύνω Ν [φαρδύς] 1. (μτβ.) κάνω κάτι φαρδύ, πλατύνω 2. (αμτβ.) γίνομαι φαρδύς …   Dictionary of Greek

  • πλαταίνω — πλάτυνα 1. μτβ., κάνω κάτι πλατύ, ευρύνω, πλατύνω, φαρδύνω: Πλαταίνουν το δρόμο, γιατί ήταν στενός. 2. αμτβ., είμαι ή γίνομαι πλατύς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φαρδαίνω — και φαρδύνω φάρδυνα 1. μτβ., κάνω κάτι φαρδύ, το πλαταίνω: Φαρδαίνουν το δρόμο. 2. αμτβ., γίνομαι φαρδύς, πλαταίνομαι: Δε φαρδαίνει το φόρεμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”